- λειχηνώδης
- λειχην-ώδης, ες,A like the λειχήν, Hp.Epid.4.20, Gal.6.750, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λειχηνώδης — ες (Α λειχηνώδης, ῶδες) [λειχήν] νεοελλ. αυτός που το δέρμα του είναι γεμάτο λειχήνες αρχ. αυτός που έχει μορφή φυτικής λειχήνας … Dictionary of Greek
λειχηνώδη — λειχηνώδης like the neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) λειχηνώδης like the masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) λειχηνώδης like the masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχηνῶδες — λειχηνώδης like the masc/fem voc sg λειχηνώδης like the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχηνώδεα — λειχηνώδης like the neut nom/voc/acc pl (epic ionic) λειχηνώδης like the masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχηνωδῶν — λειχηνώδης like the masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λειχηνώδεσιν — λειχηνώδης like the masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek